επίκεντρος

επίκεντρος
η , ο [ος , ον ] расположенный в центре или сверху от центра; центральный;

§ επίκεντρη γωνία мат. — центральный угол


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επίκεντρος" в других словарях:

  • ἐπίκεντρος — occupying a cardinal point masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκεντρος — η, ο (Α ἐπίκεντρος, ον) [κέντρο] αυτός που βρίσκεται πάνω από το κέντρο ή πάνω στο κέντρο ή σε κεντρικό σημείο νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το επίκεντρο το κύριο, το κεντρικό θέμα, το κεντρικό σημείο, ο στόχος («το επίκεντρο τής προσοχής, τής… …   Dictionary of Greek

  • επίκεντρος — η, ο 1. που βρίσκεται στο κέντρο, σε κεντρικό τόπο, που βρίσκεται πάνω από το κέντρο. 2. το ουδ. ως ουσ., επίκεντρο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπικεντρότερον — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point adverbial comp ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc acc comp sg ἐπίκεντρος occupying a cardinal point neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίκεντρον — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc/fem acc sg ἐπίκεντρος occupying a cardinal point neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικεντροτέρου — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικεντροτέρους — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικεντρότεροι — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικεντρότερος — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικέντροις — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικέντρου — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»